-
1 θωθσσω
θωθσσω, rufen, schreien, zurufen; ὁρμωμένῳ μοι τόνδ' ἐϑώϋξας λόγον Aesch. Prom. 393; ἀγγελίας 1043; auch von den Mücken, summen, λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι ϑωΰσσοντος Ag. 867; φϑέγμα δ' ἐξαίφνης τινὸς ϑώϋξεν αὐτόν Soph. O. C. 1620; παίσας κάρα 'ϑώϋξεν, schrie er auf, Ai. 301; ϑωΰσσων κυναγέτας Eur. Bacch. 869; κυσὶ ϑωΰξαι Hipp. 919, den Hunden zurufen.
См. также в других словарях:
θωύσσω — θωΰσσω (Α) 1. κράζω μεγαλοφώνως, φωνάζω («παίσας κάρα θώϋξεν», Σοφ.) 2. (με αιτ. προσ.) καλώ κάποιον, επικαλούμαι («φθέγμα δι εξαίφνης τινός θώϋξεν αυτόν», Σοφ.) 3. (για σκύλους) υλακτώ, γαβγίζω 4. (για κουνούπια) βομβώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek